- λαγανίζω
- λαγανίζω,A f.l. for γαληνίζω, Hp.Morb.Sacr.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγανίζω — (Α λαγανίζω) [λάγανον] νεοελλ. καθαρίζω σιτάρι στο αλώνι με τη σκούπα αρχ. 1. τρώω πίτες, λάγανα 2. (εσφ. γρφ.) (για άνεμο) γαληνίζω, γαληνεύω … Dictionary of Greek
λαγανίζει — λαγανίζω pres ind mp 2nd sg λαγανίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)